λεπτολόγως

λεπτολόγως
λεπτόλογος
speaking subtly
adverbial
λεπτόλογος
speaking subtly
masc/fem acc pl (doric)
λεπτολόγος
adverbial
λεπτολόγος
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτολόγως — (Α) επίρρ. βλ. λεπτολόγος …   Dictionary of Greek

  • λεπτολόγος — ο (Α λεπτολόγος, ον) αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες αρχ. αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο. επίρρ... λεπτολόγως (Α) με λεπτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”